ασίτευτος

ασίτευτος
-η, -ο
αυτός που δε σίτεψε, δεν έγινε ακόμη τρυφερός και εύγευστος, δεν ωρίμασε: Το κρέας είναι σκληρό, γιατί μαγειρεύτηκε ασίτευτο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ασίτευτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει ωριμάσει εντελώς («ασίτευτα σπαρτά») 2. εκείνος που δεν είναι σιτεμένος (για κρέας που δεν έχει σιτέψει, δεν έχει μείνει αρκετό χρόνο για να μαλακώσει) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”